τυραννικός

τυραννικός
-ή, -ό / τυραννικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τύραννος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.)
3. (γενικά) απολυταρχικός, δεσποτικός (α. «τυραννική συμπεριφορά» β. «ἄδικος μὲν ἀνὴρ και τυραννικός», Πλούτ.)
4. μτφ. καταπιεστικός, βασανιστικός (α. «τυραννική αρρώστια» β. «πολέμων ἁπάντων ὁ τυραννικώτατος», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυραννικός
α) οπαδός τυραννίδας
β) αυτός που πρόσκειται στους τυράννους
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τυραννικά
οι χρόνοι τής διακυβέρνησης τυράννου.
επίρρ...
τυραννικώς / τυραννικῶς ΝΜΑ, και τυραννικά Ν
1. κατά τρόπο τυραννικό, δεσποτικά, απολυταρχικά, καταπιεστικά (α. «φέρεται τυραννικά» β. «ἢν βασιλικῶς ἀλλα μὴ τυραννικῶς αὐτῶν ἐπιστατῇς», Ισοκρ.)
2. βασανιστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυραννικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον τύραννο ή στην τυραννίδα (βλ. λ.), που ταιριάζει στον τύραννο, ο δεσποτικός, ο απολυταρχικός: Τυραννικό πολίτευμα. 2. μτφ., καταπιεστικός, βασανιστικός, μαρτυρικός: Τυραννικοί πόνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννικά — τυραννικός of neut nom/voc/acc pl τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc/acc dual τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικώτερον — τυραννικός of adverbial comp τυραννικός of masc acc comp sg τυραννικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικωτάτων — τυραννικός of fem gen superl pl τυραννικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικῶν — τυραννικός of fem gen pl τυραννικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικόν — τυραννικός of masc acc sg τυραννικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικώτατα — τυραννικός of adverbial superl τυραννικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικώτατον — τυραννικός of masc acc superl sg τυραννικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικαῖς — τυραννικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”